κατευνάσαιμι

κατευνάσαιμι
κατευνά̱σαιμι , κατευνάω
aor opt act 1st sg (doric aeolic)
κατευνά̱σαιμι , κατευνάω
aor opt act 1st sg (doric aeolic)
κατευνάζω
put to bed
aor opt act 1st sg
κατευνάζω
put to bed
aor opt act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατευνώ — κατευνῶ, άω (Α) 1. βάζω κάποιον να κοιμηθεί, κοιμίζω, κατευνάζω («ἄλλον μέν κεν ἔγωγε θεῶν ἀειγενετάων ῥεῑα κατευνάσαιμι», Ομ. Ιλ.) 2. (σχετικά με αιμορραγία) σταματώ, παύω, ανακόπτω («αἱμάδα... ἠπίοισι φύλλοις κατευνάσειεν», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”